-
1 ταλαίπωρ'
ταλαίπωρα, ταλαίπωροςsuffering: neut nom /voc /acc plταλαίπωρε, ταλαίπωροςsuffering: masc /fem voc sg -
2 ταλαιπωρέω
Aτεταλαιπώρηκα Isoc.8.19
, etc.:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med.- ήσομαι Aristid.1.438
J.: [tense] aor.ἐταλαιπωρήθην Isoc.3.64
, etc.: [tense] pf.τεταλαιπώρημαι Gal.6.560
:—do hard work, endure hardship or distress, E.Or. 672, Th.1.99, 5.74;ὑπὸ χειμῶνος Id.2.101
; ἑωυτοῖσι for their own benefit, Hp.Aër.16; ;τῷ σώματι ἀδύνατος ταλαιπωρεῖν Lys.31.12
; : c. dat., suffer by reason of, ἐλπίσι κεναῖς Polystr.p.31 W.II rarely trans., distress, trouble, , cf. D.C.38.20; ἀνδρὸς.. ὑμᾶς μηδ' ὅσον προπέμψαι ποι αὐτὸν ἀπιόντα.. -ήσαντος who did not trouble you even to.., Id.56.41:—freq. in [voice] Pass., to be distressed, suffer hardship, Hp.Aër.19, Th.3.78 (s.v.l.), Pl.Phd. 95d, R. 372d;ἐν τοῖς ἀγροῖς.. ταλαιπωρουμένους Ar.Pl. 224
;ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ' ἄχθος φέροι Id.Ra.24
, cf. V. 967; τεταλαιπωρημένοι ὑπὸ τῆς νόσου worn out by.., Th.3.3;τῷ μήκει τοῦ πολέμου D.18.19
;διὰ τὸν πόλεμον Isoc. 5.38
; τὸ σῶμα ταλαιπωρούμενον being distressed, Plu.Brut.37;σμικρὰ παιδία.. κρύει ταλαιπωρούμενα Gal.6.43
; ἐν ταῖς ὁσημέραι πράξεσι πολλὰ -ούμενος ib.471.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρέω
-
3 ταλαιπώρημα
A hardship, distress, Phalar.Ep. 135.2 (pl.), Secund.Sent.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπώρημα
-
4 ταλαιπώρησις
A = ταλαιπωρία, Arr.An. 6.26.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπώρησις
-
5 ταλαιπωρία
2 hardship, distress, Th.4.117; τῇ τοῦ σώματος τ. And.2.17; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις τ. Plb.3.17.8; ἡ περὶ τὸ πρᾶγμα τ. Phld.Oec.p.53 J.: pl.,ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Hdt.6.11
; τετρυμένοι.. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ ib.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρία
-
6 ταλαιπωρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρίζω
-
7 ταλαιπωρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρικός
-
8 ταλαιπωρισμός
τᾰλαιπωρ-ισμός, ὁ,A = ταλαιπωρία, hard conditions, τοῦ βίου (sc. τῶν ζῴων) Phld.D.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρισμός
-
9 ταλαίπωρος
τᾰλαίπωρος, ον,A suffering, distressed, miserable, ; ; ὦ ταλαίπωρ' ib. 317, cf. 595 (lyr.), 623, S.OC14, etc.;ἀνδρῶν γένος Id.Fr. 945
;τ. ἄρα τις σύ γε Pl.Euthd. 302b
; τὸ τ. hardihood, Ar.Nu. 414; a hard life, Hp.Aër.19. Adv.- ρως Ar.Ec.54
, Th. 3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαίπωρος
См. также в других словарях:
ταλαίπωρ' — ταλαίπωρα , ταλαίπωρος suffering neut nom/voc/acc pl ταλαίπωρε , ταλαίπωρος suffering masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)